- ακρομάζομαι
- ακρουμάζομαι*.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ακρομάζομαι — βλ. ακρουμάζομαι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ακρουμάζομαι — και ακρομάζομαι, ακουρμάζομαι, και ακρουμαίνομαι 1. ακούω με προσοχή 2. αφουγκράζομαι, «στήνω αφτί» 3. κρυφακούω. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ενδιαφέρει ετυμολογικά για το πλήθος τών τύπων που μεσολαβούν και τών μεταβολών που υφίστανται, ώστε να απαρτιστεί η… … Dictionary of Greek
ακρόαμα — το (Α ἀκρόαμα) αυτό που ακούει κανείς (κυρίως για ευχαρίστηση, μουσικό κομμάτι ή απαγγελία αρχ. στον πληθ. τὰ ἀκροάματα αυτά που απαγγέλλουν ή τραγουδούν, κυρίως κατά τη διάρκεια δείπνου ή συμποσίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκροῶμαι. ΠΑΡ. ακροαματικός… … Dictionary of Greek
ακρουμάζομαι — και ακρομάζομαι και ακουρμαίνομαι άστηκα 1. ακούω προσεκτικά, κρυφακούω: Ακρομαζόταν τι λέγαμε. 2. υπακούω: Εκείνος μου τα είχε πει, αλλά εγώ δεν τον ακρουμάστηκα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)